- εἰσερχομένη
- εἰσέρχομαιgo inpres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντιγόνο — (antigonum). Γένος αναρριχητικών θάμνων της οικογένειας των πολυγονιδών, ιθαγενές του Μεξικού και της Κεντρικής Αμερικής. Έχουν ρίζες κονδυλώδεις και λείους λεπτούς βλαστούς. Τα φύλλα τους έχουν σχήμα καρδιάς ή αιχμής βέλους. Τα άνθη τους είναι… … Dictionary of Greek
σουλφόνωση — Βασική μέθοδος στη βιομηχανική χημεία (γνωστή και ως σουλφούρωση), η οποία συνίσταται στην εισαγωγή μιας σουλφοννκής ομάδας ( SO3H) σε μια οργανική ένωση. Στις κατά κυριολεξία σουλφονώσεις, η σουλφονική ομάδα ενώνεται απευθείας με ένα άτομο… … Dictionary of Greek
Μπρόκχαουζ, Μπέρτραμ — (Bertram Brockhouse, Λέθμπριτζ 1918 ). Καναδός φυσικός. Σπούδασε φυσική στο Πανεπιστήμιο της Βρετανικής Κολούμπια και συνέχισε για διδακτορικό τίτλο στο εργαστήριο φυσικής χαμηλών θερμοκρασιών του Πανεπιστημίου του Τορόντο. Έχοντας ολοκληρώσει… … Dictionary of Greek